- πραξικοπηματίας
- ο организатор, участник государственного переворота; заговорщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πραξικοπηματίας — ο, Ν πρόσωπο που ηγείται ή μετέχει σε πραξικόπημα («οι πραξικοπηματίες τής 21ης Απριλίου έχουν καταδικαστεί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πραξικόπημα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. ταραξ ίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Θεόδωρος Άγγελος — (12ος αι.). Γόνος της βυζαντινής οικογένειας των Αγγέλων. Μετά την εκθρόνιση και δολοφονία του Αλέξιου Β’ Κομνηνού (1180 83) από τον Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό (1183 85) έσπευσε στην Προύσα, όπου ο πραξικοπηματίας αυτοκράτορας είχε προκαλέσει έντονες… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek